βισμούθιο

βισμούθιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη ή βισμουθινίτης (Bi2S3). Από το ορυκτό αυτό μπορούμε να πάρουμε β. με όπτηση και διαδοχική αναγωγή με άνθρακα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του μετάλλου λαμβάνεται βιομηχανικά ως υποπροϊόν της επεξεργασίας του μολύβδου, του χαλκού και του κασσίτερου. Το β. έχει όψη λευκού μετάλλου, σημείο τήξης 271°C, ειδικό βάρος 9,8 και είναι εύθραυστο, κακός αγωγός της θερμότητας, του ηλεκτρισμού και ισχυρό διαμαγνητικό. Μία ιδιομορφία του β. είναι ότι έχει μεγαλύτερη πυκνότητα σε υγρή κατάσταση απ’ ό,τι σε στερεή. Στην κανονική θερμοκρασία δεν αλλοιώνεται από τον αέρα. Από χημική άποψη συμπεριφέρεται ως μέταλλο στις τρισθενείς ενώσεις του και ως μεταλλοειδές στις πεντασθενείς. Είναι γνωστά πολυάριθμα άλατα του β. και όλα υδρολύονται εύκολα·σε ουδέτερο διάλυμα δίνουν βασικές ενώσεις που περιέχουν τη ρίζα BiO, το βισμουθύλιο. Αξιοσημείωτες είναι οι φαρμακευτικές χρήσεις των αλάτων του β. Το υπονιτρικό ή απόκριμα του β. περιέχεται στην επίσημη φαρμακοποιία για τη θεραπεία των γαστρεντερικών παθήσεων· διάφορα άλατα οργανικών οξέων χρησιμοποιούνται ως αντισυφιλιδικά και ενώσεις του β. για τη θεραπεία των παθήσεων του λαιμού (αμυγδαλίτιδα). Η κύρια χρήση του μεταλλικού β. είναι για εύτηκτα κράματα, όπως τα κράματα Γουντ και Ρόζε, που εφαρμόζονται στις ηλεκτρικές λυχνίες και σε όργανα μέτρησης της θερμοκρασίας κλπ. Το μεταλλικό β. βρήκε ευρεία εφαρμογή στην πυρηνική βιομηχανία για την ειδική ιδιότητά του να συγκρατεί τις ακτίνες γ, αφήνοντας ωστόσο να περνούν σχεδόν ολικά τα νετρόνια. Έτσι χρησιμοποιείται για θυρίδες στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και ως φίλτρο στις νετρονικές δέσμες. Μια άλλη εφαρμογή σε αυτό τον τομέα οφείλεται στην ιδιότητα του β. σε κατάσταση τήξης να διαλύει το ουράνιο· στους αντιδραστήρες LMFR (Liquid Metal Fuel Reactor)το καύσιμο αποτελείται από διάλυμα 1% ουρανίου 235 σε β. και η ψύξη πραγματοποιείται με λιωμένο β. Οι αντιδραστήρες αυτοί, που ελέγχονται από γραφίτη, λειτουργούν στους 500°C και επανασχηματίζουν το ουράνιο που έχει καταναλωθεί, με τη βοήθεια ενός νετρονικού βομβαρδισμού του θορίου, ακριβώς χάρη στη διαπερατότητα του β. από τις νετρονικές δέσμες. Στην ιατρική, το β. χρησιμοποιείται για την ισχυρή ενέργειά του κατά των σπειροχαιτών στη θεραπεία της σύφιλης, ιδίως κατά το δεύτερο και τρίτο στάδιο της νόσου. Για την τοπική στυπτική και αντισηπτική δράση των παραγώγων του, λαμβάνεται από το στόμα, υπό μορφή υπονιτρικού β., στις διάρροιες, όπου η αποτελεσματικότητά του οφείλεται στις στυπτικές του ιδιότητες και στην εξουδετέρωση του υδρόθειου, που έχουν ως αποτέλεσμα την ελάττωση των περισταλτικών κινήσεων του εντέρου και τέλος στην ελαφριά αντισηπτική ενέργειά του. Άλλα άλατα του β. χρησιμοποιούνται σε επιπαστικές πούδρες για τη θεραπεία ραγάδων, πληγών και εγκαυμάτων. Η οξεία δηλητηρίαση από β. εκδηλώνεται με έντονες δυσεντεροειδείς κενώσεις, σοβαρή νεφρική βλάβη και καρδιοκυκλοφορική ανεπάρκεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βισμούθιο — το (χημ.) 1. μέταλλο. 2. χημικό στοιχείο που συμβολίζεται με το Βi …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • διαμαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων ουσιών να αποκτούν, υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, μια μαγνήτιση εξ επαγωγής, με φορά αντίθετη προς τη φορά του μαγνητικού πεδίου. Η ιδιότητα αυτή δεν εξαρτάται από τη θερμοκρασία και γίνεται εμφανέστερη… …   Dictionary of Greek

  • ευλυτίνης — Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βισμούθιο. Ο χημικός τύπος τους είναι Bi4(SiΟ4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σε μικρούς κρυστάλλους με στρογγυλεμένες ακμές. Έχει ειδικό βάρος 6,1 και σκληρότητα 5 6 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Η …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • δερματόλη — η βασικό βισμούθιο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • δωβρεΐτης — ο ορυκτό χλωριούχο βισμούθιο με οξείδιο τού βισμουθίου …   Dictionary of Greek

  • εμπλεκτίτης — Ορυκτό του χαλκού, συνοδευόμενο από βισμούθιο, με χημικό τύπο CuBiS2. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, έχει ειδικό βάρος 6,23 6,38 και σκληρότητα 2 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Απαντάται κυρίως στη Γερμανία. * * * ο ορυκτό θειούχο… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλωση — Σύνολο διεργασιών που αποσκοπούν στην επίτευξη της κρυσταλλικής κατάστασης της ύλης κατά τη μετάβασή της σε στερεά μορφή. Η κ. πραγματοποιείται είτε για να απαλλαγεί ένα μείγμα από τυχόν ακαθαρσίες είτε για να διαχωριστούν τα διάφορα συστατικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”